ἐμποδίων

ἐμποδίων
ἐμπόδιος
at one's feet
masc/fem/neut gen pl
ἐμποδέω
as if fettered
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • Μάντικας, Χρήστος — (Χίος 1902 – Αθήνα 1960). Αθλητής του στίβου. Διακρίθηκε πρώτη φορά στους πανελλήνιους αγώνες του 1928 και ειδικευόταν στους δρόμους μετ’ εμποδίων. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δρομείς της Ευρώπης όσον… …   Dictionary of Greek

  • δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ …   Dictionary of Greek

  • ισόπεδη διάβαση — Διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδική αρτηρία που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο. Σε οδούς μικρότερης σπουδαιότητας και χαμηλής κυκλοφορίας, η ι.δ. μπορεί να είναι διαρκώς ανοιχτή (αφύλακτη)· όμως, η μέγιστη ταχύτητα των τρένων δεν πρέπει, στην …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”